- επίπλους
- (I)ο (Α ἐπίπλους) [πλους]ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῑοι», Θουκ.)αρχ.(σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση («τῷ φιλίῳ ἐπίπλῳ», Θουκ.).————————(II)ἐπίπλους, -ουν (-οος, -οον) (Α) [πλους]1. (για πλοίο) ο κατάλληλος για επίθεση, μάχιμος (α. «ἔχων πέντε ναῡς ἐπίπλους», Πολ.β. «ἔχων ἐπίπλους [ναῡς] καὶ πεντήρεις τὰς μάλιστα ταχυναυτούσας», Πολ.)2. αυτός που πλέει μετά από άλλο3. ως ουσ. επιβάτης πλοίου4. (κατά τον Αρποκρατίωνα) «δίοπος λέγεται ὁ διέπων καὶ ἐποπτεύων τὰ κατὰ τὴν ναῡν, ὁ καθ’ ἡμᾱς λεγόμενος ἐπίπλους».————————(III)ο (Α ἐπίπλους και ἐπίπλοος)βλ. επίπλοον.
Dictionary of Greek. 2013.